- ομοζηλία
- ὁμοζηλία, ἡ (Α) [ομόζηλος]το να έχει κάποιος τον ίδιο ζήλο («ἡ γὰρ ὁμοζηλία τῆς καλοκαγαθίας ἐπέτεινεν... τὴν... ὁμόνοιαν», ΠΔ).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁμοζηλία — ὁμοζηλίᾱ , ὁμοζηλία common zeal fem nom/voc/acc dual ὁμοζηλίᾱ , ὁμοζηλία common zeal fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)